- τσάγκρα
- και τσάγγρα και τζάγκρα και τζάγγρα, η, ΝΜ(στον τ. τζάγγρα) (στο Βυζ.) τόξο το οποίο είχε στο μέσον σωλήνα για την τοποθέτηση τού βέλους πριν την εκτόξευσή του και είχε εισαχθεί στο Βυζάντιο από τη Δύση, κατά τον 12ο αιώνα, υπό την επίδραση τών σταυροφόρωννεοελλ.μονόκαννο κυνηγετικό όπλο με βραχύ κοντάκι.
Dictionary of Greek. 2013.